συσσωματοποιώ

συσσωματοποιώ
-έω, Α [σωματοποιῶ]
συνενώνω σε ένα σώμα («συσσωματοποιεῑται δὲ τὰ εἰσιόντα καὶ ὑπὸ τῶν ἐν τῇ γῇ ὑγρῶν κεκρυμμένων», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”